- κολοκοτρωναίικος
- -η, -ο1. αυτός που αναφέρεται στον Κολοκοτρώνη2. το αρσ. ως ουσ. ο κολοκοτρωναίικοςο Κολοκοτρώνης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κολοκοτρωναίοι + κατάλ. -ικος (πρβλ. θηβ-αίικος, σμυρν-αίικος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].
Dictionary of Greek. 2013.